- ψειρίζω
- ψείρισα, ψειρισμένος1. καθαρίζω κάποιον από τις ψείρες, τον ξεψειριάζω.2. αποσπώ από κάποιον χρηματικά ποσά, κλέβω.3. ελέγχω σχολαστικά: Τι το ψειρίζεις το κείμενο;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.